Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ
Αθήνα, 1 Ιανουαρίου 2012
Η κρίση συνεχίζει να βαθαίνει και οι πλέον αδαείς περί τα οικονομικά έχουν καταλάβει ότι η λέξη κλειδί για ανατροπή του σημερινού σκηνικού είναι η «ανάπτυξη».
Ανάπτυξη θα πει παραγωγή, είτε αυτή είναι βιομηχανική είτε γεωργική. Κύριος συντελεστής παραγωγής σε κάθε χώρα είναι το έμψυχο δυναμικό, δηλ. το εργατικό της δυναμικό, στο οποίο στηρίζεται για να αυξήσει τον πλούτο της («κάματος θησαυρός έστι τοις ανθρώποις», Αίσωπος), ο οποίος διανεμόμενος στη συνέχεια με τη μορφή αυξήσεων των αποδοχών συμβάλλει στη βελτίωση της ευημερίας του λαού της. Είναι προφανές ότι το εργατικό δυναμικό αποτελεί ένα ισχυρό ατού κάθε εθνικής οικονομίας. Όσο πιο δουλευταράδες, όσο πιο παραγωγικοί είναι οι εργαζόμενοι σε μια χώρα τόσο το καλύτερο. Βασικό μέγεθος όμως είναι το ίδιο το εργατικό δυναμικό, δηλ. ο αριθμός των εργαζομένων. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, στους οποίους συχνά καταφεύγουμε για να μοιραστούμε μαζί τους δόξες και μεγαλεία, έλεγαν ότι «Θεός τοις αργούσιν ου παρίσταται» (Σοφοκλής), δηλ. ήταν σαφές από εκείνα τα χρόνια ότι «το μεν εργάζεσθαι αγαθόν το δε αργείν κακόν» (Ξενοφών). Προχωρώντας και στα χριστιανικά χρόνια θα θυμίσουμε και τα του Αποστόλου Παύλου «ο μη εργαζόμενος μη εσθιέτω» και «άξιος ο εργάτης του μισθού αυτού». Μια άλλη σοφία ξεστόμισε πολύ πιο πρόσφατα, μόλις τον περασμένο αιώνα, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ: «Μόνο αυτός που δεν τραβάει κουπί έχει χρόνο να ταρακουνήσει τη βάρκα». Αυτό πολύ θυμίζει το πώς φθάσαμε εδώ που είμαστε. Ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της Ελλάδος είχε καταφύγει κάτω από τη σκέπη του ελληνικού Δημοσίου και απλά δεν τράβαγε κουπί, ταρακουνώντας δε τη βάρκα (με συνδικαληστ(ρ)ική ενορχήστρωση) βουλιάξαμε.
Η Ελλάς μπαίνοντας στην Ε.Ο.Κ. απροετοίμαστη σταμάτησε να παράγει και οδηγήθηκε εκ των πραγμάτων στην αποβιομηχάνιση. Τα τελευταία μαζικά κλεισίματα των ελληνικών βιομηχανιών ήταν αυτά του τομέα των ετοίμων ενδυμάτων, εντάσεως εργασίας, που μεταφέρθηκαν σε γειτονικές βαλκανικές χώρες και είχαν ούτως ή άλλως ημερομηνία λήξης στην Ελλάδα. Τρώγαμε λοιπόν τα έτοιμα, τα οποία εξασφαλίζαμε με δανεικά δεδομένου ότι μετά το 1950 και κάθε χρόνο μέχρι και σήμερα, πέραν αυτών που παράγουμε και καταναλώνουμε οι ίδιοι εδώ στην Ελλάδα, εισάγουμε, σε αξία, τρεις έως τέσσερις φορές περισσότερα από αυτά που εξάγουμε με συνέπεια να δανειζόμαστε υπέρμετρα χωρίς να είμαστε όμως παραγωγικοί τόσο, ώστε να μπορούμε να πληρώνουμε χωρίς πρόβλημα τόκους και κεφάλαια στους δανειστές μας.
Η διαπίστωση ότι το ελληνικό Δημόσιο ήταν ογκώδες, βαρύ και ελάχιστα αποδοτικό είναι γενική. Άρα έχει λογική βάση η απόφαση (υπό την πίεση πάντα του τεράστιου δημόσιου χρέους και κυρίως των ετησίων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που οφείλονται πρωτίστως στις πολύ μεγάλες δαπάνες για μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων) για περιορισμό του δημόσιου τομέα.
Μέχρι εδώ καλά. Η ειδική περίπτωση της ελληνικής πραγματικότητας (πλήθος κόσμου δεν τράβαγε κουπί) απαιτούσε ειδική ρύθμιση, αλλά ειδική ρύθμιση απαιτεί και η αντιμετώπιση της επόμενης φάσης της διαδικασίας. Το πρόβλημα δεν λύνεται με σταδιακούς αυτοακρωτηριασμούς που θέτουν σε αδράνεια ένα υπερβολικά μεγάλο τμήμα του έμψυχου δυναμικού της χώρας. Η σωστή απόφαση μείωσης του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων επειδή συμβάλλουν στο κακό, αφενός με το να μη τραβάνε κουπί, αφετέρου με το να διογκώνουν τις κρατικές δαπάνες και να παράγουν δημοσιονομικό έλλειμμα, πρέπει να συνοδεύεται από ειδικά μέτρα αξιοποίησης του απομακρυνόμενου από το Δημόσιο εργατικού δυναμικού, που βρίσκεται ακόμη σε παραγωγική ηλικία. Δεν είναι σωστό αποκτώντας το status του συνταξιούχου να μη τους επιτρέπεται η συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία και ευρύτερα η πρόσβαση στην «ελεύθερη» αγορά εργασίας παρά μόνο με ποινή απώλειας ή μεγάλης περικοπής της σύνταξης για την οποία υπάρχουν δεδουλευμένα. Η εργασία πρέπει να είναι δικαίωμα για τον καθένα συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων, πόσο μάλλον κάτω από τις σημερινές συνθήκες που χρειάζεται η συνδρομή όλων. Το συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα, ότι αυτό θα αποβεί σε βάρος του νεαρής ηλικίας εργατικού δυναμικού είναι λανθασμένο διότι κάθε εθνική οικονομία τη συμφέρει να απασχολεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού της και μάλιστα για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, κάτι που δικαιολογεί απόλυτα, με βάση τα σημερινά δεδομένα σε παγκόσμια κλίμακα, αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης έστω και εθελοντικά. Όσο πιο πολλοί και πιο πολύ εργάζονται, τόσο πιο πολύ παράγεται, άρα το όφελος μεγιστοποιείται με την απασχόληση του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος του πληθυσμού. Οι όσο το δυνατόν περισσότεροι εργαζόμενοι μπορούν να συμβάλλουν με σωστά κίνητρα σε αύξηση της παραγωγής, σε αύξηση των εξαγωγών, σε μεγέθυνση της εγχώριας αγοράς, άρα να συμβάλλουν σε αύξηση της κατανάλωσης, που με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση των θέσεων εργασίας. Αυτό συμβάλλει με τη σειρά του στην αύξηση των φορολογικών εσόδων. Από την άλλη μεριά, η δυνατότητα απασχόλησης των συνταξιούχων μπορεί να συμβάλλει σε ικανοποιητικό βαθμό στην εξασφάλιση πόρων στα Ταμεία Ασφάλισης και να οδηγήσει έμμεσα στη μείωση των κρατικών δαπανών, εφόσον οι απασχολούμενοι συνταξιούχοι θα μπορούν να εργάζονται πληρώνοντας κανονικές εισφορές στα Ταμεία χωρίς να δικαιούνται μελλοντικής επαύξησης της σύνταξής τους εξ αιτίας της νέας απασχόλησής τους. Αυτό θα οδηγήσει σε σημαντική ανακούφιση των ασφαλιστικών Ταμείων, τα οποία πάνε από το κακό στο χειρότερο, εφόσον όλο και λιγότεροι εργαζόμενοι καλύπτουν με τις εισφορές τους όλο και περισσότερους συνταξιούχους.
Η αξιοποίηση εργατικού δυναμικού με πείρα συμφέρει πρόσθετα την εθνική οικονομία, εφόσον γίνεται περαιτέρω απόσβεση της κρατικής δαπάνης που έχει γίνει για την απόκτηση της πείρας των απομακρυνόμενων από το Δημόσιο υπαλλήλων. Εργαζόμενοι με πείρα προσφέρουν αυτό που δεν μπορούν να προσφέρουν οι άπειροι νεαρής ηλικίας εργαζόμενοι, οι οποίοι όλο και κάτι μπορούν να μάθουν από στελέχη με απασχόληση δεκαετιών στο εκάστοτε συγκεκριμένο αντικείμενο.
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση, αντί να κόβει τις συντάξεις στους εργαζόμενους συνταξιούχους και ουσιαστικά να τους απαγορεύει να είναι παραγωγικοί (ή να τους κατευθύνει στη μαύρη απασχόληση, από την οποία δεν ωφελείται το Δημόσιο) μόνο και μόνο επειδή το καπέλο γράφει «συνταξιούχος», οφείλει να θεσπίσει κίνητρα (φορολογικά και όχι μόνον) για απασχόληση και των συνταξιούχων, κυρίως αυτών που θέλουν να αναπτύξουν μια επιχείρηση, η οποία μπορεί να δημιουργήσει και νέες θέσεις εργασίας. Μόνο με αξιοποίηση του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος του έμψυχου δυναμικού της χώρας θα έχουμε μεγιστοποίηση οφέλους. Σε τελευταία ανάλυση το κράτος δεν έχει το ηθικό δικαίωμα να απαγορεύει στους πολίτες του να εργάζονται ρίχνοντάς τους σε ένα σύγχρονο Καιάδα. Η εργασία είναι για τον καθένα δικαίωμα.

Γεώργιος Ε. Δουδούμης
Οικονομολόγος – Συγγραφέας gdoudoumis@yahoo.com